ΔΥΟ ΜΕΓΑΛΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΡΙΩΤΕΣ - Ο ΓEΡΟΝΤΑΣ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ κ' Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ ΕΙΠΑΝ:


ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ: "NA ΚΟΙΤΑΤΕ ΝΑ ΜΑΘΑΙΝΕΤΕ ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΤΙΜΙΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ ΚΑΙ ΑΥΤΟΥΣ ΝΑ ΨΗΦΙΖΕΤΕ."

ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ:
"ΟΤΑΝ ΜΟΥ ΠΕΙΡΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΜΟΥ, ΘΑ ΜΙΛΗΣΩ, ΘΑ' ΝΕΡΓΗΣΩ ΚΙ ΟΤΙ ΘΕΛΟΥΝ ΑΣ ΜΟΥ ΚΑΜΟΥΝ"

ΑΥΤΑ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΑΝ ΕΙΠΩΘΟΥΝ ΣΗΜΕΡΑ ΣΕ ΧΛΕΥΑΖΟΥΝ ΚΑΙ ΣΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΖΟΥΝ ΩΣ "ΑΚΡΑΙΟ"

Ο ΝΙΤΣΕ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ

"Δεν υπάρχει λαός εις τον κόσμο ο οποίος να έχει προσφέρει τόσα εις την ανθρωπότητα όσα ο ελληνικός και έχη καταπολεμηθεί τόσο πολύ απο τόσο πολλούς λαούς, οι οποιοι δεν προσέφεραν τίποτα εις αυτήν"
F. Nizsche

5/4/09

Έλληνες ήρωες - Κατσαντώνης

Ο ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ
Γεννήθηκε το 1770 ή 1773.


Ο Αντώνης Κατσαντώνης ήταν περίφημος κλέφτης της Δυτικής Ελλάδας (1775 - 1809).
Το κανονικό του όνομα ήταν Αντώνης Μακρυγιάννης.
Σύμφωνα με την παράδοση ήταν Ηπειρώτης στην καταγωγή.
Καταγόταν από ένα χωριό στα Τζουμέρκα, το Βασταβέτσι Ιωαννίνων ή Βασταβέστι της Ηπείρου, σημερινή ονομασία Πετροβούνι.
Οι γονείς του Σαρακατσαναίοι τσομπάνηδες, εξού και το παρεπώνυμο κατα μια πρώτη πηγή ώς Κατσο Αντώνης.
ο Γιάννης Μακρυγιάννης, ο πατέρας του Κατσαντώνη ήταν αρχιτσέλιγγας, καταγόταν επίσης από το Βασταβέτσι. Επειδή όμως είχε αναπτύξει κλέφτικη δράση πήγε και εγκαταστάθηκε τελικά στο Μάραθο (Μύρισι) Αγράφων Ευρυτανίας, όπου παντρεύτηκε την Αρετή, κόρη του επίσης κλεφτοκαπετάνιου στα Άγραφα Βασίλη Δίπλα. Το ζευγάρι απέκτησε τρία αγόρια:
Τον Κατσαντώνη που πήρε το όνομα του κατα μια άαλλη εκδοχή) σύμφωνα με την μαρτυρία της γριάς Τάτσαινας Μπαλωμένου από το Μύρεσι που πέθανε πάνω από 110 χρονών (γύρω στα 1860), από τη παράκληση της μάνας του να κάτσει ήσυχος και να μην πάει στα βουνά ως αρματολός λέγοντας του: (κατς [κάτσε] Αντώνη μ'... - κατς Αντώνη μ'...) , τον Κώστα Λεπενιώτη που γεννήθηκε στη Λεπενού Αιτωλοακαρνανίας, εξ ου και το επώνυμό του και τον Γιώργο Χασιώτη, που γεννήθηκε στα Χάσια, απ΄ όπου και το επίθετο του.
Αρκετοί άλλοι μελετητές αναφέρουν πως το ζευγάρι είχε έναν ακόμη γιο το Χρήστο ή Κούτσικο, που πέθανε φυλακισμένος από τους Τούρκους στα Μετέωρα, καθώς και μια κόρη, τη Κατερίνα, που παντρεύτηκε κατόπιν στο χωριό Βελαώρα των Απεραντίων αλλά δεν είναι
γνωστό με ποιόν.


Στο Μάραθο γεννήθηκε το πρώτο παιδί της οικογένειας, ο Αντώνης, ο μετέπειτα γνωστός ως Κατσαντώνης το 1775. Πριν ξεκινήσει την επαναστατική του δράση ήταν βοσκός στο κοπάδι του πατέρα του και είχε γυρίσει όλα τα βουνά των Αγράφων. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές παντρεύτηκε μια τσελιγκοπούλα που ονομαζόταν Αγγελική Δράκου και έκανε μαζί της έναν γιο, τον Αλέξανδρο, αλλά οι πληροφορίες για αυτούς είναι λιγοστές και δεν έχουν εξακριβωθεί.

Σύμφωνα με την τοπική παράδοση ο Κατσαντώνης έμενε με τους γονείς του στη Λεπενού όταν καταγγέλθηκε (το 1800 ή 1802), άδικα κατά κάποιους, στον Αλή Πασά από κάποιον Γιάγκο Καραγκούνη πως όλη η οικογένεια του Γιάννη Μακρυγιάννη προέβαινε σε συστηματική ζωοκλοπή σε όλη την ευρύτερη περιοχή. Τότε ο Αλή Πασάς διέταξε τη σύλληψή τους.
17 χρονών παιδί τότε ο Κατσαντώνης και με την κατηγορία της κλοπής να τον βαρένει (κατηγορήθηκε ότι έκλεβε αρνιά και τα έδινε στους κλέφτες του παππού του Δίπλα) κλείνεται στην φυλακή μαζί με τον πατέρα του αφού πρώτα αφού δάρθηκε σκληρά από ένα μπουλούκμπαση.
Τότε ο Κατσαντώνης υποχρεώθηκε για να πετύχει την ελευθερία του πατέρα του να καταβάλει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, όπως κι έγινε.
Στη φυλακή, γνωρίζετε με τον έμπιστο αξιωματούχο του Αλη-πασά, Βελη-Γκέκα και γινονται αδερφοποιτοί.

Έναρξη συμπλοκών
Η απόφαση να γίνει κλέφτης στα βουνά για την λευτεριά της πατρίδας, είχε παρθεί.
Ο Κατσαντώνης ορκίσθηκε να ξεπλύνει τη ντροπή της οικογενείας του με τα όπλα παρατώντας τη βοσκή. Έτσι μόλις απελευθερώθηκε, σκότωσε τον «Μπουλούκμπαση» Γιάγκο Καραγκούνη και υποχρεώθηκε έτσι, φυγοδικώντας, να στραφεί στην κλέφτικη ζωή. Επιδόθηκε εν συνεχεία σε ληστείες και κλοπές, στην αρχή κατά των χαρατζήδων ( δηλ. αυτών που εισέπρατταν τους φόρους για λογαριασμό των Τούρκων) και των σπαχήδων (εξισλαμησθέντων στρατιωτών ιππέων) του Αλή Πάσά.
Εδώ αξίζει να αναφέρουμε ότι πολλοί μελετητές πιστεύουν ότι το όνομα Κατσαντώνης προέρχεται από την τούρκικη λέξη "Kaηan" (Κατσάν) που σημαίνει φυγόδικος.

Ο Αλή Πασάς όταν το έμαθε προκειμένου να τον εκφοβίσει διέταξε για δεύτερη φορά τη σύλληψη του πατέρα του, τη δήμευση της περιουσίας του και την πυρπόληση της οικίας του.



Αλλά ενώ ο πατέρας του Κατσαντώνη μαζί με κάποιους εκ των συγγενών του πέθαινε στις φυλακές της Άρτας, ο Κατσαντώνης ενισχύθηκε με ομάδες κλεφτών των αδελφών του Λεπενιώτη και Χασιώτη καθώς και μ΄ εκείνων των Δίπλα και Τσόγκα οπότε και άρχισε ένας αμείλικτος αγώνας μεταξύ των Δερβεναγάδων του Αλή και των παραπάνω συμμοριών με κύρια θέατρα συμπλοκών τ΄ Άγραφα, τον Βάλτο, το Ξηρομέρι και άλλες περιοχές. Μάχες στις μάχες, ενέδρες στις ενέδρες και προδοσίες στις προδοσίες συμπλήρωναν όλον εκείνο τον αγώνα.
Τίποτα όμως δεν κατόρθωναν οι "Αληπασίτες" κατά του αεικίνητου Κατσαντώνη που
παρέμενε κάθε φορά ασύλληπτος.

O Κατσαντώνης ήταν άριστος στη σκοποβολή και στο λιθάρι, είχε δε λεπτή, αλλά δυνατή φωνή και ήταν μετρίου αναστήματος (Επαμ. Φραγγίστα, Βίος του Κατσαντώνη).

Αντ΄ αυτών, ο ιστορικός Φραγκίστας περιορίζοντας τα γεγονότα κατά το επιεικέστερο επί
των παραδόσεων, αναφέρει πως ο Κατσαντώνης στα εικοσιπέντε του χρόνια, (1802), εγκατέλειψε τον ποιμενικό βίο και έγινε κλέφτης
Βγήκε κλέφτης λοιπόν και πήγε στο του παππού του Δίπλα, που λέγεται κατά την παράδοση ότι ήταν και νονός του και που είχε δικό του σώμα (νταϊφά). Δε μπορούσε να βλέπει την τυραννία των ραγιάδων. Έγινε ο φόβος και ο τρόμος του στρατού του Αλη-πασά. Δε μπορούσαν να τον πλησιάσουν.



Ο Αλή πασάς, για να τον τιμωρήσει που βγήκε στο βουνό, έκαψε το σπίτι του, πήρε το βιός του και τους γονιούς του και άλλους συγγενείς τους έπιασε και τους σκότωσε με βασανιστήρια. Γρήγορα βγήκαν στο βουνό και τα αδέρφια του Κώστας Λεπενιώτης και Γιώργος Χασιώτης, καθώς κι ο θείος του Δίπλας κι ο εξάδελφος του Τσόγκας.
ο Δίπλας έτσι αύξησε τη δύναμη του ασκεριού του και όταν σε προχωρημένη ηλικία ένιωσε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν παρέδωσε τα ηνία της ηγεσίας της κλεφτουριάς των Αγράφων στον εγγονό του Κατσαντώνη.

Ο Αλή πασάς έστειλε αποσπάσματα στ' ’γραφα για να τον εξοντώσουν, σ' όλες όμως τις περιπτώσεις νικητής αναδείχτηκε ο Κατσαντώνης.
Ήταν αεικίνητος οπλαρχηγός για 10 χρόνια. Εξευτέλισε και ξέκανε, χαρατζήδες, σπαχήδες και ντερβεναγάδες Τουρκαλβανούς, στ' Άγραφα, στο Βάλτο, στο Ξηρόμερο, την Ολύτσικα (το βουνό Τόμαρο),...

Στη δεκαετία του 1790-1800 ο Κατσαντώνης απέκρουσε όλες τις εναντίον του επιχειρήσεις των τουρκαλβανών όπως του Χασάν Τζαπάρη και Σουλεϊμάν Μπότα, αδελφούς του περιβόητου σιλιχτάρη του Αλή Πασά. Πράγματι την εποχή εκείνη ο Κατσαντώνης αποτελούσε τη ψυχή της κλεφτουριάς.

Το 1804 εξόντωσε δυο μπουλούκια του Γιακούπαγα (κάπου 180 νεκροί & τραυματίες), στα στενά της Κανέτας και του Ροβίλιστρου (έξω από τα Γιάννενα).
Αυτοί γύριζαν από το Σούλι νικητές και τους διέλυσε. Ελευθέρωσε τότε πολλούς σκλάβους. Χάρισε τη ζωή σ' ένα μόνο (τον έλεγαν Ντούμκα), γιατί είχε δυο αδερφές ανύπαντρες. Του έδωσε και δυο φλουριά να τις παντρέψει.

Όλοι θυμούνται και λένε για το πήδημα του στον Αχελώο. Κυνηγώντας Τουρκαλβανούς, μέχρι μια χαράδρα που είχε βάθος 200 μέτρα, 19 απ' αυτούς -από φόβο- έπεσαν μέσα σ' αυτή. Ο ίδιος πήδηξε απέναντι (8 μέτρα περίπου) και κυνήγησε τους υπόλοιπους. Χάθηκαν τότε τέσσερις δικοί του και 200 του Αλη-πασά.

Έτσι το 1805 σε μια συμπλοκή, φόνευσε ο ίδιος τον πιο άγριο των Τουρκαλβανών τον Βεληγκέκα, έναν από τους στρατηγούς του Αλή Πασά που είχε εκστρατεύσει κατά της κλεφτουριάς και πίστευε προηγουμένως πως θ΄ έφερνε το κεφάλι του Κατσαντώνη στα Γιάννενα.

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΒΕΛΗΓΚΕΚΑ (γνωστός μας από το θέατρο Σκιών).

(διήγηση Η. Καράνη, δημοσιευμένη στα Χρυσιώτικα Νέα, 1990)

Όταν ο Αλή Πασάς θορυβημένος από τη δράση του Κατσαντώνη εξαπολούσε μεγάλα αποσπάσματα από τα Γιάννενα εναντίον του, τους έδινε τη ρητή διαταγή να τον φέρουν ζωντανό.Όσοι όμως πασάδες προσπάθησαν να πιάσουν το παλικάρι των Αγράφων, σκοτώθηκαν ή γύρισαν νικημένοι στα Γιάννενα. Ο Αλής το έφερε βαριά γιατί τόσα παλικάρια του χάνονταν χωρίς αποτέλεσμα, κάλεσε το πρωτοπαλίκαρο του το Βεληγκέκα και του είπε πόσους άνδρες θέλει να εξοντώσει τον Κατσαντώνη. Του ζήτησε τότε 400 διαλεχτούς αρβανίτες και ξεκίνησε για τα ’γραφα αρχές Μαΐου του 1807. Προχωρώντας από ’ρτα προς Ευρυτανία ρήμαζε τα πάντα, απειλούσε τους Κατσαντωναίους, τους έβριζε ότι φοβούνται και κρύβονται γι 'αυτό δεν τους συναντά πουθενά. Είχε φτάσει και στρατοπεδεύσει στη Χρύσω και ο ίδιος εγκαταστάθηκε στο σπίτι του παπα Ζόπρα που ήταν κάτω από τον σημερινό ξενώνα, στην άκρη της πλατείας. Την ώρα που έτρωγε ο Βελής έφτασε απεσταλμένος από τον Κατσαντώνη με γράμμα και τον καλούσε να βγει στου Προσηλιάκου να συναντηθούν. Όταν ο Βεληγκέκας το διάβασε σηκώθηκε αγριεμένος κι έδωσε εντολή να ξεκινήσει το ασκέρι του. Διηγούνταν ότι ο Βεληγκέκας ήταν ψηλός, γεροδεμένος και γρήγορος στα πόδια παρά το περασμένο της ηλικίας του. Ορμά λοιπόν πρώτος παίρνοντας μαζί του τον τσαούση του με 30 τσοχαντζαραίους και το Γραμματικό τον Γιαννάκη Ράγκο και φεύγει για το Προσηλιάκο, ακολουθούμενος από το μεγάλο ασκέρι του. Έτρεχε ο γοργοπόδαρος Βελής να συναντήσει τη μοίρα του, τον Κατσαντώνη. Ακολουθώντας την κοιλάδα του Γαβρενίτη ποταμού ανεβαίνει προς τον αυχένα Σπανορούλα. Οι Κατσαντωναίοι παρακολουθούν με τη διόπτρα και ο Καραϊσκάκης τους λέει ότι ο Βελής είναι αυτός που προπορεύεται να τον γνωρίσουν όλοι και ιδιαίτερα ο Κατσαντώνης.Βγαίνει στη Σπανορούλα προχωρεί στην πλαγιά δυτικά του Προσηλιάκου (κορυφή βουνού) φτάνει στη βρύση του Βελή (σήμερα) και βαδίζει για του Βελή το διάσελο (σήμερα). Το μέρος εκείνο εκτός από το διάσελο ανέβαινε προς τα επάνω αντέρεισμα της πλαγιάς και από την άλλη το αντέρεισμα της Σκόρτσας με τη νότια πλευρά κάθετη. Ακριβώς πίσω από τον αυχένα βρίσκονταν κάτω από τη Σκόρτσα μικρό βραχώδες αντέρισμα. Οι άνδρες του Κατσαντώνη είχαν παραταχθεί στο αντέρεισμα έχοντας υπό τον έλεγχο τους τον αυχένα και την πλαγιά του βουνού που ήταν ξαπλωμένο σε μεγάλο βάθος το ασκέρι του Βελή. Η εμπροσθοφυλακή του Βελή με επικεφαλής τον ίδιο που πήγαινε μπροστά φτάνει στον αυχένα και κατηφορίζει στο μικρό αντέρεισμα της Σκόρτσας. Εκεί βρίσκονταν ο Κατσαντώνης λίγα μέτρα μπροστά, πίσω από μια μεγάλη πέτρα και είχε βάλει ένα σπασμένο κλαδί σημάδι, που θα πατούσε ο Βελής και θα έριχνε πρώτος εκείνος για να αρχίσει η μάχη.Στο πίσω αντέρεισμα ήταν λίγοι άνδρες μεταξύ των οποίων και ο Καραϊσκάκης. Όταν έφτασε στο κλαδί πετάχτηκε ο Κατσαντώνης και του φώναξε ότι εκεί ήταν, παρών. Αμέσως σήκωσαν τα τουφέκια τους, αλλά ο Καραϊσκάκης φοβούμενος για τη ζωή του Κατσαντώνη, εξαπολύει μια μπαταριά εναντίον του. Λένε ότι χτυπημένος ο Βελής πυροβόλησε εναντίον του Κατσαντώνη. Ακολουθεί μάχη και τρέπονται σε φυγή αφήνοντας νεκρούς τον αρχηγό και στρατιώτες καθώς και αιχμαλώτους μεταξύ των οποίων και ο Ράγκος χτυπημένος από βόλι στο σαγόνι. Η παράδοση λέει ότι το σαγόνι το έσπασε ο Κατσαντώνης με την ανάποδη του σπαθιού του λέγοντας του: «Τι να σε κάνω βρε Ράγκο είσαι Έλληνας, δεν σε σκοτώνω αλλά θα σε σημαδέψω να σε γνωρίζουν όλοι τους». Επειδή ο Καραϊσκάκης ήταν παρών, ο Ράγκος έγινε ο μεγαλύτερος διώκτης του Καραϊσκάκη. Οι Κατσαντωναίοι ανέβηκαν στου Προσηλιάκου γιορτάζοντας τη νίκη τους, ενώ οι Αρβανίτες μάζεψαν τους νεκρούς τους και τον αρχηγό τους και τους κατέβασαν στα Γάβρενα. Εκεί τον έθαψαν στη θέση Τουρκόμνημα (αμπέλι σήμερα του μπαρμπα - Θύμιου Μούτσελου) και του έστησαν μνημείο, με λαξευτές κολώνες στρόγγυλες που δυστυχώς σήμερα υπάρχουν μόνο δύο και ένα κιονόκρατο. Το μνημείο με το χρόνο καταστράφηκε και ίσως με σκάψιμο να βρεθούν τα θεμέλιά του. Αντί να πάει τον Κατσαντώνη ζωντανό ή το κεφάλι του, έμεινε εκείνος θαμμένος να θυμίζει τον άθλο των Κατσαντωναίων.

Οι Κατσαντωναίοι μετά τη μάχη γιόρταζαν τραγουδώντας:

«Έβγα μανούλα να με ιδείς, έβγα να μ' αγναντέψεις,
το πως τρομάζω την Τουρκιά και τους δερβεναγάδες».

Η λαϊκή μούσα αποθανάτησε τη μάχη και λάμπρυνε την κλεφτουριά. Έτσι έγραψε και τραγούδησε το κατόρθωμα του Κατσαντώνη.

Στις δεκαπέντε του Μαγιού στις είκοσι του μήνα,
ο Βεληγκέκας κίνησε να πάει στον Κατσαντώνη.
Επάτησε κι' εκόνεψε σ' ενού παπά το σπίτι.
Παπά ψωμί, παπα κρασί να πιουν τα παλικάρια.
Κι εκεί που τρώγαν κι έπιναν, κι εκεί που λακριντίζαν,
μαύρα μαντάτα του 'ρθανε από τον Κατσαντώνη.
Να βγεις, Βέλη μ' στον πόλεμο, ν' αλλάξουμε ντουφέκια.
Ορθός ευθύς επήδησε και το σπαθί του ζώνει,
και τον τσαούση φώναξε «Τσαούση Καραβίδα».
Τα παλικάρια μάζωξε κι όλον τον νταϊφά μου.
Τσαούση, μοίρασε ψωμί, δώσε στα παλικάρια,
γιατ' έχουμε έναν πόλεμο κι ένα βαρύ ντουφέκι.
Εγώ πηγαίνω πιο μπροστά στην κρύα τη βρυσούλα.
Στη στράτα όπου πήγαινε, στη στράτα που πηγαίνει,
ο Κατσαντώνης πρόφτασε, κακό καρτέρι τούχε.,
κι οι κλέφτες τον σταμάτησαν και τον γλυκορωτούσαν.
Που πας, Βέλη μπουλουμπαση, στα κλέφτικα λημέρια;
Σ' εσέν' Αντώνη, κερατά, σε σένα παλιοκλέφτη.
Εγώ Κλέφτες δεν σκιάζομαι και Κλέφτες δεν φοβάμαι,
είμαι ρεντζάλι του Αλή, ρεντζάλι του Βεζύρη.
Κι ο Κατσαντώνης φώναξε από το μετερίζι.
Δεν είναι δω τα Γιάννενα, δεν είναι δω ραγιάδες,'
για να τους ψένεις σαν τραγιά, σαν τα παχιά κριάρια,
εδώ 'ναι λόγγοι και βουνά και κλέφτικα ντουφέκια,
βαριά βροντούν, πικρά βαρούν, φαρμακερά πληγώνουν
Τρεις τουφεκιές του ρίξανε, τις τρεις αράδα-αράδα.
Η μια τον πήρε ξώδερμα, κι άλλη στο κεφάλι,
κι' η τρίτη η φαρμακερή τον πήρε στην καρδιά του...


Συνδιαλλαγή

Εκείνη την περίοδο είχε ξεσπάσει παράλληλα και ο σφοδρός διωγμός των λεγομένων Ασίζηδων και Ζορμπάδων (κλεφτών) οι οποίοι κι αυτοί είχαν καταφύγει ομοίως στ΄ Άγραφα. Έτσι ο Αλή Πασάς μετά τον ατελέσφορο μέχρι τότε αγώνα προσπάθησε με χρηματισμό να διασπάσει την ενωμένη κλεφτουριά των Αγράφων. Σ΄ εκείνη λοιπόν τη πρόσκληση ο Κατσαντώνης απαίτησε 300 "λουφέδες" (=μισθούς, για τα ισάριθμα παλικάρια του).
Ο Αλής δεν δέχθηκε και οι συγκρούσεις άρχισαν ακόμη σφοδρότερες
από τον Βάλτο μέχρι το Πήλιο.
Μετά την εξόντωση των Σουλιωτών (1804), ο Αλή Πασάς επεδίωξε νέα συμφωνία με τον Κατσαντώνη όπου αυτή τη φορά τον έπεισε δεδομένου ότι η υγεία του δεύτερου είχε κλονισθεί ήδη σοβαρά.
Τελικά, ο Αλής, μην μπορώντας να τα βάλει με το γενναίο καπετάνιο, τον διόρισε αρχιαρματολό των Αγράφων.Τ ότε ο Κατσαντώνης δέχθηκε πλέον το αρματολίκι των Αγράφων όπου και απ΄ αυτό το έτος χαρακτηρίζεται αρματολός.

Σημειώνεται πως κατά το διάστημα 1804-1806 τάχθηκαν διάφορες γνωστές
προσωπικότητες του ελληνικού χώρου στο πλευρό του, όπως ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και ο Δήμος Τσέλιος. Αναφέρεται ότι βρίσκονταν σε επαφή με κλεφταρματολούς για μια ευρύτερη εξέγερση των «ραγιάδων».





Μετά από ένα μήνα, τον καλεί ο Καποδίστριας να σώσει τη Λευκάδα από τον Αλη-πασά. Πολέμησε γενναία μαζί με τον Κολοκοτρώνη και νίκησαν. Σημαντική ήταν η παρουσία Ρωσικών στρατευμάτων. Τότε του πρότειναν να αναλάβει τη διεύθυνση ενός Ρωσικού τάγματος. Δε δέχτηκε και είπε:

"η Ρωσία δεν έχει ανάγκη από εμένα, ενώ τ' Άγραφα μ' έχουν".

Όταν όλοι οι οπλαρχηγοί συγκεντρώθηκαν στη Λευκάδα "Συνέλευση των Κλεφταρματολών" για να συζητήσουν με τον Καποδίστρια για την Εθνεγερσία (1806 - 1808) ανακύρηξαν ομόφωνα τον Κατσαντώνη «πολέμαρχο», Γενικό Αρχηγό δηλαδή των Κλεφτών στη Δυτική Ελλάδα, προκειμένου να σώσουν τη Λευκάδα από την απληστία του Αλή Πασά ή το πιθανότερο από την εντολή που είχε πάρει εκείνος από την Υψηλή Πύλη της εκδίωξης των Ευρωπαίων από τα παράλια του Ιονίου. Στη συνάθροιση εκείνη που έσπευσε ο Κατσαντώνης πείθοντας και τ΄ αδέλφια του να εγκαταλείψουν τις καπεταναρίες, συμμετείχαν επίσης ο Φώτος Τζαβέλας, ο Κίτσος Μπότσαρης, ο Νικόλαος Περραιβός, οι Μπουκουβαλαίοι, ο Νότης Μπότσαρης, τα αδέρφια Κώστας και Γιώργος Στράτος, καθώς και ο Μήτσος Κοντογιάννης.Το κίνημα όμως ματαιώθηκε με τη σύλληψη και το θάνατο του Θύμιου Βλαχάβα.

Εδώ αξίζει ν΄ αναφερθεί ότι ο ιστορικός Δημήτριος Φωτιάδης αποκαλεί το σώμα του Κατσαντώνη ως «Στρατιωτική Ακαδημία του Κλεφτοπολέμου» και έχει δίκιο καθώς από το ασκέρι του πέρασαν οι Γιώργος Χασιώτης, Κώστας Λεπενιώτης, ο Δημοτσέλιος (γνωστός ως «Γεροδήμος»), ο Γιάννης Τσιόγκας και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης.
Τότε ο Κατσαντώνης ορκίσθηκε να εργαστεί υπέρ της Παλιγγενεσίας, επιδεικνύοντας πλέον εθνική συνείδηση, και τάχθηκε υπό τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Ίσως τότε ο Κατσαντώνης να "θαυματουργούσε" και εκεί αν δεν μεσολαβούσε η συνθήκη του Τιλσίτ με την οποία τα Επτάνησα πέρασαν ξανά στη γαλλική κυριαρχία.


Την άνοιξη του 1807, έστειλε ο Αλής πολύ μεγάλο ασκέρι με αρχηγό τον Μουχαντάρη. Μετά από πόλεμο δυο ημερών, έφυγαν με γιουρούσι, αφού σκοτώθηκαν 11 δικοί του. Μέσα σ' αυτούς και ο θειός του Δίπλας.


Το τέλος

Επανερχόμενος ο Κατσαντώνης στ΄ Άγραφα (φεύγει μισόγερος από τη Λευκάδα), ήδη προσβεβλημένος από "ευλογιά" από παιδική ηλικία αποσύρθηκε των περιπετειών, το καλοκαίρι του 1809. Παρά τις προσπάθειες του γιατρού του, Θανάση Ντουφεκιά, η κατάσταση του ήταν μη αναστρέψιμη.
Έτσι διέλυσε το πολυάριθμο κλέφτικο σώμα του σε μπουλούκια και μαζί με τ΄ αδέλφια του και τεσσάρων συντρόφων του διέμενε κρυμμένος σε κάποιο σπήλαιο της Ακαρνανίας, στο βουνό «Μοναστηράκι» των Αγράφων σε μια άγρια και δυσπρόσιτη περιοχή. Εκεί τον περιποιούνταν ο γιατρός του Ντουφεκιάς και για την ασφάλεια του άφησαν 5 κλέφτες με τον Γιώργο Χασιώτη επικεφαλή. Το πολεμικό σώμα του Κατσαντώνη ανέλαβε να διοικεί ο άλλος του αδερφός ο Κώστας ο Λεπενιώτης. Μόνο ένας βοσκός (ο Σιούρτας) γνώριζε τη θέση του σπηλαίου ο οποίος και εφοδίαζε με τρόφιμα τους κρυπτόμενους.




Η ασθένεια και ο τόπος απόκρυψής του τελικά προδόθηκε στον Αλή Πασά, (από κάποιο Γκούρλια, κατά άλλους ο προδότης ήταν ένας καλόγερος, άλλοι πιστεύουν ότι τον πρόδωσε μια γριά που πούλαγε βότανα και μαγγανείες, ενώ τέλος άλλοι πιστεύουν ότι τον πρόδωσε παρά τη θέληση του, ύστερα από βασανιστήρια ένας φίλος του Κατσαντώνη που ονομαζόταν Σιούρτας), ο οποίος και έστειλε τον έμπιστό του μουχουρντάρη (=σφραγιδοφύλακα) Άγο Βασσιάρη με 800 άνδρες να τον συλλάβει. Ενώ αρχικά πουθενά δεν βρισκόταν το σημείο απόκρυψης κάποιοι εντόπισαν τον βοσκό που μετά από θηριώδη βασανιστήρια αποκαλύφθηκε το σημείο του σπηλαίου. Όταν άρχισε η πολιορκία ο Χασιώτης άρπαξε τον αδελφό του στο ώμο όπου και διέφυγαν. Μετά από επτά ώρες καταδίωξη τελικά κυκλώθηκαν μέσα σε χαράδρα όπου και αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν με τον Άγο Βασιάρη. Ο τελευταίος όμως αθετώντας το λόγο του αφού τους έδεσε τους οδήγησε θριαμβευτικά στα Γιάννενα.

Ο Αλή Πασάς δέχθηκε αρχικά με ευγένεια τον Κατσαντώνη τάζοντάς του ακόμα και πατρική στοργή αν δεχόταν να του φανερώσει που είχε κρυμμένους τους περιβόητους θησαυρούς που λέγονταν πως είχε από τις πολυάριθμες λαφυραγωγήσεις και ληστείες που είχε διαπράξει, και που από τις έρευνες του μουχουρντάρη δεν βρέθηκαν στο σπήλαιο. Ο Κατσαντώνης όμως δεν απαντούσε τίποτα με συνέπεια να οδηγηθεί τελικά μαζί με τον αδελφό του Χασιώτη στον ιστορικό πλάτανο όπου και υπέστη το μαρτυρικό θάνατο δια της συντριβής των οστών του (με σφυριά, τα κόκαλα χεριών και ποδιών αργά-αργά. Δεν έβγαλε φωνή). Κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου του, περιφρονητικά ακούσθηκε να λέγει μέσα σε παραλήρημα που έμεινε ιστορικό:


Μισοπεθαμένο τον πέταξαν στα μπουντρούμια και μέσα στον πόνο και τον πυρετό έλεγε:

"έρμα γρόσια .... έρμα γρόσια",

ώσπου πέθανε. Με τον ίδιο τρόπο σκοτώθηκε και ο αδερφός του Γιώργος και οι σύντροφοί του. Πούλησαν το σώμα του και οι αγοραστές του τον έβαλαν στο τζαμί της Καλούτσιανης, για να τον βλέπουν οι Χριστιανοί ... με αντίτιμο 2 γρόσια. Τελικά, δυο άρχοντες Γιαννιώτες, ο Σταύρος Τσιαπαλάμος (γραμματικός του Αλη-πασά και πατέρας του Γεώργιου Σταύρου) και ο Κώστας Μαρίνος, πλήρωσαν πολλά χρήματα και το πήραν. Τον έθαψαν στον αυλόγυρο της σημερινής εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου [τη σημερινή Μητρόπολη Ιωαννίνων].

Η παράδοση θέλει τον Κατσαντώνη κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου του να τραγουδά περήφανα ώστε να μη δείχνει τον πόνο του αλλά να ξεψυχάει πρώτος, εφόσον ήταν και άρρωστος, ενώ μετά από λίγο πέθανε και ο αδερφός του.

Σημειώνεται ότι τον σκληρό Τουρκαλβανό Άγο Μουχουρντάρη εκδικήθηκε για την σύλληψη του Κατσαντώνη ο Σουλιώτης Μάρκος Μπότσαρης στη μάχη του Κεφαλόβρυσου Καρπενησίου (1823), κατά την οποία τον σκότωσε ο ίδιος.

Η λαϊκή Μούσα, τον ύμνησε πολύ, για την παλικαριά, τη λεβεντιά και τη θυσία του· με δημοτικά κλέφτικα τραγούδια και μοιρολόγια.
Έμεινε μέχρι το τέλος ο ίδιος.

Του Κατσαντώνη

Έχετε γειά, ψηλά βουνά
και δροσερές βρυσούλες
κ' εσείς Τσουμέρκα κι Άγραφα,
παλικαριών λημέρια.
Αν δείτε τη γυναίκα μου,
αν δείτε και το γιο μου,
ειπέτε τους πως μ' έπιασαν
με προδοσιά κι απάτη.
Αρρωστημένο μ' ηύρανε,
ξαρμάτωτο στο στρώμα,
ωσάν μωρό στην κούνια του,
στα σπάργανα δεμένο.


Μάχες

Εδώ θα γίνει αναφορά στις μάχες που έδωσε και κέρδισε ο Κατσαντώνης με τους κλέφτες του εναντίων των ασκεριών που έστελνε ο Αλή πασάς για να τον εξοντώσουν.

1803- Μάχη στη Τριφύλλα Κλειστού (Νεράιδας) εναντίον 300 Τουρκαλβανών υπο τις διαταγές του δερβέναγα Ιλιάσμπεη.
1804 - Μάχες στις Γούστρες Ξηρόμερου και στη Κατούνα εναντίον 500 Τζοχανταραίων υπο τις διαταγές των Γιουσούφ Αράπη και Κατζού Μουσταφάμπεη.
1806 - Μάχη στου Πουλιού τη Βρύση και της Τατάρνας εναντίον αγνώστου αριθμό Τουρκαλβανών με αρχηγό τον Χασάν Μπελούση και ενός δεύτερου σώματος Τουρκαλβανών που στάλθηκε προς βοήθεια του πρώτου με αρχηγό τον Μπεσίαρη Μπέη.
1806 – Μάχη στο Μαλατέικο λημέρι εναντίον 500 Τουρκαλβανών με αρχηγό τον δερβέναγα Αλούς Μπεράτη.
1806 – Μάχη στη περιοχή Ληστής εναντίον 300 Τζοχανταραίων του δερβέναγα Μπεκίρ Τζογαδούρου.
1807 - Μάχη στου Προσηλιάκου και ο θάνατος του Βεληγκέκα.
Στο χιλιοτραγουδησμένο αυτό κατόρθωμα του Κατσαντώνη θα δώσουμε ιδιαίτερη βαρύτητα καθώς ήταν το μεγαλύτερο ασκέρι που είχε στείλει ο Αλή πασάς (700 με 800 κατά ορισμένους μελετητές ή 1000 άντρες χωρισμένοι σε 2 σώματα των 500 κατά άλλους) και με το καλύτερο διοικητή του τον δερβέναγα Βεληγκέκα και με υπαρχηγό τον Γιουσούφ Αράπη.

1807 - Μάχη στο "Γρεβενοδιάσελο" Βουλγάρας εναντίον του Άγο Μουχουρντάρη με 1000 Τούρκους στις διαταγές του. Σε αυτή τη μάχη πέθανε ο νονός και παππούς του Κατσαντώνη, που παρότι παραιτήθηκε από την ηγεσία του σώματος του υπέρ του εγγονού του, δεν εγκατέλειψε ποτέ τον αγώνα εναντίον των Τούρκων.
1808 - Μάχη στη Σπινάσα εναντίον 300 Τουρκαλβανών του Χασάν Μπελούση.



Λαϊκή παράδοση

Στη μνήμη των κατοίκων της περιοχής των Αγράφων διατηρήθηκε το όνομα του οπλαρχηγού Κατσαντώνη. Ακόμα και σήμερα στα μέρη των Αγράφων ακούμε διάφορα τοπωνύμια που έχουν πάρει το όνομα του ηρωικού αυτού κλέφτη, όπως «Το γεφύρι του Κατσαντώνη», «Του Κατσαντώνη η βρύση», «Τα ταμπούρια του Κατσαντώνη», «Η σπηλιά του Κατσαντώνη» και «Του Κατσαντώνη το μπογάζι». Ακόμα πολλά δημοτικά άσματα αναφέρονται στα κατορθώματα του.



Ο Κατσαντώνης είναι ο αντιπροσωπευτικός τύπος του ελευθέρου ανθρώπου, γι’ αυτό και τον αγκαλιάζει με τόση στοργή και αγάπη ο λαϊκός τραγουδιστής που βλέπει στον αγώνα του και τη δική του λαχτάρα για τη λευτεριά. Είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία του Αποστολάκη: «Ο ελεύθερος άνθρωπος, ο κλέφτης, ξεχωρίζει τον εαυτό του από τους άλλους που δεν στάθηκαν άξιοι να φυλάξουν τη λευτεριά τους παρά άφησαν τον εαυτό τους στη διάθεση του τούρκου».


Για το θάνατο του Βεληγκέκα έγραψαν:


«Δεν είν' εδώ τα Γιάννενα,
δεν είν' εδώ ραϊάδες,
για να τους ψένεις σαν τραγιά,
σαν τα παχειά κριάρια,
εδώ 'ναι λόγγοι και βουνά
και κλέφτικα τουφέκια.
Τρία τουφέκια τώδωκαν,
τα τρί - αράδ - αράδα,
Τόνα τον πήρε ξώδερμα
και τ' άλλο στο κεφάλι
το τρίτο το φαρμακερό
τον πήρε στην καρδιά του.
Το στόμα αίμα γιόμισε,
τα χείλη του φαρμάκι»





Για τη σύλληψή του Κατσαντώνη τραγουδάνε:


«Κάρτε σκρούετ Αλή πασά o Κατσαντώνης ταναξίνε». (χαρτί έγραφε ο Αλή πασάς να πιάσουνε τον Κατσαντώνη).

Αϊντε Αντων' μωρ' Αντων'
μωρ' Αντων' Μωρ' Αντων'
Κατσαντώνη ταναξίνε
με ντουφέκια μοσιβρίνε (τον Κατσαντώνη να πιάσουν ζωντανό, με τουφέκια να μην τον βαρέσουν).





Ο ποιητής του 1821, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης έγραψε για την ώρα του μαρτυρικού θανάτου του Κατσαντώνη:


«Δυο γύφτοι τον εστρώσανε δεμένονε στ’ αμόνι
κι αρχίσανε με το σφυρί να τον πελεκάνε.
Σκλήθρες πετάν τα κόκαλα, σκορπάνε τα μεδούλια,
νεύρα, κομμένα κρέατα, σέρνονται σαν ξεσκλίδια
και κείνος τηράει τον ουρανό και γλυκοτραγουδάει:
Χτυπάτε, πελεκάτε με σκυλιά, τον Κατσαντώνη
δεν τον τρομάζει Αλήπασας, φωτία, σφυρί κι αμόνι.»
Τον αγώνα εναντίον των Τουρκαλβανών του Αλή Πασά συνέχισε ο αδελφός του Κώστας, γνωστός με το προσωνύμιο «Λεπενιώτης», σύμφωνα με την εντολή του αδελφού του:
«Φουχτιά να βάλει στ' ΄Αγραφα, στου Μέγα μαναστήρι,
για να καεί κ' ηγούμενους μ' όλους τους καλοΐρους,
που παν κι μη προυδώσανι στους σκυλουαρβανίτις».
Απ' αυτό το τραγούδι τίθεται μια νέα εκδοχή για το πώς προδόθηκε. Αν δηλαδή προδόθηκε από τον ηγούμενο ή όπως λέει μια άλλη παράδοση από τον Γκούρλια, που έμαθε για το κρησφύγετό του από μια γριά, που του πήγαινε φαγητό.




Τέλος στο Θέατρο Σκιών ξεχωριστεί θέση καταλαμβάνει η μορφή του Κατσαντώνη και του παππού του Δίπλα, καθώς και του ηττημένου Βεληγκέκα.



Στο απόσπασμα που ακολουθεί, από το βιβλίο του Δημήτρη Σταμέλου, «Κατσαντώνης, η αποθέωση της παλικαριάς»[2] και μέσα από την εξιστόρηση των τελευταίων στιγμών του ήρωα σκιαγραφείται το διαφορετικό ήθος και η αδάμαστη θέληση από την οποία διαποτίζονταν οι ψυχές των μαρτύρων εκείνων της δικής μας λευτεριάς και ανεξαρτησίας.

_____________________________

- Μούφαγες τα καλύτερα παλικάρια μου, είπε σαν θυμωμένος τάχα ο Αλής, μα έδειξες έτσι και την αντρειοσύνη σου που δεν γίνεται να μην την λογαριάσω. Και τούτο με κάνει δίβουλο. Να σε χαλάσω, για να σε πάρω, σαν και του λόγου σου το θέλεις, στη δούλεψή μου, με το αζημίωτο βέβαια. Φροντίζω να γιάνεις από την αρρώστια, δίνεις την υποταγή σου στο δοβλέτι κι απέ παίρνεις στα χέρια σου το αγραφιώτικο αρματολίκι. Κ’ έτσι είμαστε κ’ οι δυο κερδισμένοι.

- Η πρότασή σου με ντροπιάζει, είπε ο Αντώνης. Δεν πολέμησα τόσα χρόνια την τουρκιά για καλοπέραση κι αρματολίκια. Για νάμαι λεύτερος πολέμησα και λόγου μου και τ’ ασκέρι κι οι συντοπίτες μου, ολάκερος ο τόπος που τον λέμε ρωμέικο.

- Το ξέρω, το ξέρω, τον πρόλαβε ο Αλής. Γι’ αυτείνη τη λευτεριά όλοι δουλεύουμε, ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Εσύ με το καριοφίλι και το γιαταγάνι, του λόγου μου με το εμπόριο νάχει ο καθένας στο βιλαέτι το έχει του και να φυσήξει κ’ ένας αλλιώτικος αγέρας, ο αγέρας που έρχεται απόξω.

- Αυτός ο αγέρας είναι μολεμένος και δεν τον θέλουμε, είπε ο Αντώνης. Όσο για τη λευτεριά τη δικιά σου κι αυτή είναι μολεμένη και λευτεριά δεν λογαριάζεται. Γιομίζουν οι μπεζαχτάδες των μπέηδων και των αρχόντων και πιο πολύ το δικό σου το κεμέρι Αλή. Και γι’ αυτό πολεμάμε. Νάχει κ’ η φτωχολογιά το ψωμί της, το χωράφι της, το κοπάδι της και ν’ απολαβαίνει τον καρπό τους.

- Άσε τους άλλους, τον αντίκοψε ο Αλής. Κοίτα του λόγου σου να περάσεις καλά τούτη τη ζωή κι απέ οι άλλοι, ας κάμει ο καθένας ό,τι τον φωτίσει ο Θεός κ’ η καρδιά του.

- Του λόγου μου δεν είμαι ξέχωρα από τους άλλους. Έτσι και ξεκόψω και λόγου μου χάνομαι και τους άλλους μπορεί να πάρω στο λαιμό μου. Σαν το πρόβατο ξεκόψει από το κοπάδι εύκολα το γυροφέρνει και το τρώει ο λύκος, είπε ο Αντώνης.

- Και τ’ αρματολόκι; Δεν το λιμπίζεσαι; Νάσαι δερβέναγας σ’ όλες τις στράτες και τα χωριά από το κεφαλάρι του Άσπρου ως πέρα που γέρνουν τ’ αγραφιώτικα βουνά κατά τον κάμπο κι ως τη μεριά του Καρπενησιού και πέρα ίσαμε το Βάλτο.

- Άλη, είπε, στηλώνοντας το κορμί του ο Αντώνης. Ξέρεις καλά πως αυτά που μου τάζεις ούτε ποτέ τα λογάριασα, κι ούτε αντίβαρο με τη ζωή μου και τη λευτεριά μπορώ να βάλω με όποια λογής δοσίματα. Άδικα χάνεις καιρό και λόγια. Μ’ έχεις στα χέρια σου και μπορείς να με χαλάσεις. Ας όψεται η αρρώστια που με βρήκε. Κάμε ό,τι νομίζεις. Δεν θα λερώσω τη ζωή μου. Την κράτησα ολόσωστη ως τώρα και θα την κρατήσω ως το τέλος. Ξέρω καλά τί με προσμένει. Όμως η αποκοτιά ήταν πάντοτε δεμένη με τη ζωή μου.

- Σκέψου το καλά Αντώνη, είπε ο Αλής. Σαν θα γυρίσεις στο κελί σου, μπορεί άλλη καλύτερη απόφαση να πάρεις.

- Την καλύτερη την πήρα σαν βγήκα στο κλαρί για τη λευτεριά. Και δεν την αλλάζω με τίποτα, ούτε με τη ζωή μου.

- Καλά, καλά είπε ο Αλής. Θα ξανακουβεντιάσουμε.

Τέσσερις φορές έφεραν τον Κατσαντώνη από το κάτεργο στο σαράι κι ο Αλής να καμώνεται πως στεναχωριέται έτσι να χαθεί παλικαρόπουλο ακόμα ο Αντώνης κι ο κλέφτης να στέκεται στο ύψος της ασύντριφτης παλικαριάς και της θέλησης της αμετάθετης για λευτεριά και δικαιοσύνη.

«Η τιμωρία που αποφάσισε γι’ αυτούς (τον Κατσαντώνη, δηλαδή και τον συγκρατούμενό του και μικρότερο αδελφό του Γιώργο Χασιώτη) ο Αλής ήταν να τους σπάσουν τα άκρα τους χτυπώντας τους με μεγάλο σφυρί. Ο ανηψιός ενός από τους στρατηγούςπου είχε πέσει από το χέρι του Κατσαντώνη, ορίστηκε κι ο εκτελεστής της ποινής» γράφει ο Έμερσον[.

Ο Κ. Πενταγιώτης, σε αφήγημά του για τον Κατσαντώνη, γράφει πως ο κλέφτης μαρτύρησε στις «23 του Τρυγητή, ανήμερα τ’Αγιανιού».

Μέσα σ’ ένα τραγούδι που ερχόταν από τα βουνά και μιλούσε για τη λευτεριά που αχνορόδοζε στις κορυφούλες, έκλεισαν τα μάτια τους ο Κατσαντώνης κι ο Χασιώτης. Κι αντάμωνε τούτος ο λεύτερος αγέρας των βουνών με το δικό τους το τραγούδι, πάνω στου βασανισμού τα σύνεργα ακονισμένο, ηρωικός παλικαριάς αντίλαλος.

Σύμφωνα με την εντολή του τυράννου έπρεπε (τα νεκρά σώματά τους) την ίδια νύχτα να ριχτούν στα νερά της λίμνης. Όμως κάτι τέτοιο δεν έγινε. Οι προύχοντες Σταύρος Ιωάννου και Κώστας Μαρίνος που είχαν μεγάλη επιρροή στον Αλή κατάφεραν να πάρουν τα τσακισμένα κορμιά των παλικαριών, πληρώνοντας τους δήμιους, και να τα θάψουν, μ’ όλη τη χριστιανική διαδικασία και με τη σχετική προφύλαξη, μην ξεσηκωθούν για τούτο αγάδες και μπέηδες, και μάλιστα στο προάυλιο της Μητρόπολης. …

Τέτοια όμως παλικαριά δεν μπορούσε νάμπει στη γης, στοχάστηκε ο λαός. Στον ουρανό ήθελε και τα κορμιά τους, στις ψηλές κορφάδες των βουνών, να παλεύουν αδιάκοπα τον τύραννο, βράχοι να κρατάνε, σε πλάτες σιδερόπετρες, τη λευτεριά.

«Κάποιοι είπαν πως ένας αϊτός πέταξε από πάνω και πήρε στα νύχια του τον Αντώνη και τον Χασιώτη και τους πήγε στα ουράνια, γιατί αγωνίστηκαν για να φέρουν το Ρωμέικο. Κείνοι ήταν σωστοί κλέφτες».

Ο χαμός του Κατσαντώνη υπήρξε μέγα πλήγμα για τους κλέφτες κι όχο μονάχα των περιοχών Αγράφων, Βάλτου και Ξηρόμερου, μα ολάκερης της Ελλάδας. Όσο κι αν θέριεψε το μίσος για τούρκους κι αρβανίτες όχι μονάχα των Κατσαντωναίων που από δω και πέρα αρχηγό τους θάχαν τον Κώστα Λεπενιώτη μα κι άλλων κλέφτικων ασκεριών, ο χαμός αυτός του κλέφτη του περίφημου που αρχηγό τους πια τον είχαν λογαριάσει, θα έχει σύντομα ολέθρια αποτελέσματα για ολόκληρο το προεπαναστατικό κίνημα. Συμβιβασμοί και προσκυνήματα θ’ ακολουθήσουν κι όπου ο Αλής δεν θα κατορθώσει νάρθει σε κάποιο συμβιβασμό με τους κλέφτες, θα τους εξοντώσει με την αποστολή πολυάριθμων τουρκαρβανίτικων ασκεριών εναντίον τους ή με το σπάρσιμο της διχόνοιας ανάμεσά τους ή ξμε την συνεργασία των κοτσαμπάσηδων.


Το άγαλμα του Κατσαντώνη στο Καρπενήσι

_______________________

[1] William Martin Leak, Travels in modern Greece, Vol. III, London, 1835, σ. 551

[2] βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1980

[3] Εννοεί το Βεληγκέκα. «Εξ όλων των κατορθωμάτων του Κατσαντώνη, ο θάνατος του Βελή Γκέκα επροκάλεσε την μεγαλυτέραν εντύπωσιν, γράφει ο Φωριέλ (Claude Fauriel). Εκορύφωσε τον τρόμον, τον οποίον, όλοι είχον ήδη διά το Κατσαντώνην και την οργήν του Αλή πασά εναντίον του». Σύμφωνα με τις βασικές ιστορικές μαρτυρίες, η σύγκρουση με τον Βεληγκέκα έγινε τον μάη του 1807. Ωστόσο μια ενθύμηση σε θεσσαλικό μονας΄τηρι, την τοποθετεί ένα χρόνο νωρίτερα. Βρίσκεται στον εξωνάρθηκα του μοναστηριού της Παναγιάς Κατουσιώτισσας κι αναφέρει: «1806 αλονάρης ενθύμηση όπου σκοτόθηκεν ο βελιγγέκας, τον έκατσε καρτέρι ο Κατζαντόνις … σκοτόθηκε με τέσσερις νομάτι».

[4] James Emerson, The history of modern Greece, vol. I, London 1830, p. 440

[5] Ο Κατσαντώνης μαρτύρησε 33 ετών.

[6] Δ. Λουκόπουλου, Στ’ Άγραφα, σ. 171.


Βιβλιογραφία
Πετρίτη Πέτρου, «Κατσαντώνης», εκδόσεις Στρατίκη, Αθήνα, 1998
Σταμέλου Δημήτρη, «Ο Κατσαντώνης», εκδόσεις Εστία, Αθήνα, 2004
Παπακαρυάς Δημήτριος «Ιστορικά του Φουρνά των Αγράφων», ΑΘΗΝΑ 1992
Λουκόπουλος Δημήτρης «Στ’ Άγραφα ένα ταξίδι», Αθήνα 1932
Λουκόπουλος Δημήτρης «Στα βουνά του Κατσαντώνη», Αθήνα 1929




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

(ΕΛΛΗΝΑ ΘΥΜΗΣΟΥ ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ - ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΣ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΟΥ).


(ΕΛΛΗΝΑ ΑΓΩΝΙΣΟΥ - ΕΧΕΙΣ ΒΑΡΥΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΧΡΕΟΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΟΥ - ΜΗΝ ΑΦΗΝΕΙΣ ΝΑ ΣΟΥ ΞΕΠΟΥΛΗΣΟΥΝ ΤΙΣ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΕΣ ΠΟΥ ΜΕ ΤΟΣΟ ΑΙΜΑ ΣΟΥ ΔΩΡΗΣΑΝ ΟΙ ΠΡΟΓΟΝΟΙ ΣΟΥ)

ΘΥΜΙΣΟΥ

"ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΠΟΛΕΜΟΥΝ ΣΑΝ ΕΛΛΗΝΕΣ"
- "ΟΧΙ" - "ΑΕΡΑ" - "Η ΤΑΝ Η ΕΠΙ ΤΑΣ" - "MΩΛΟΝ ΛΑΒΕ"


Περιγραφή: Πατρίς, να μακαρίζης όλους τους Έλληνες, ότι θυσιάστηκαν δια σένα να σ΄ αναστήσουνε, να ξαναειπωθής άλλη μίαν φορά ελεύτερη πατρίδα, οπού ήσουνε χαμένη και σβυσμένη από τον κατάλογον των εθνών. Όλους αυτούς να τους μακαρίζης. Όμως να θυμάσαι και να λαμπρύνεις εκείνους οπού πρωτοθυσιάστηκαν εις την Αλαμάνα, πολεμώντας με τόση δύναμη Τούρκων, κ΄ εκείνους οπού αποφασίστηκαν και κλείστηκαν σε μίαν μαντρούλα με πλίθες, αδύνατη, εις το χάνι της Γραβιάς, κ΄ εκείνους οπού λιώσανε τόση Τουρκιά και πασσάδες εις τα Βασιλικά, και εκείνους οπού αγωνίστηκαν σαν λιοντάρια εις την Λαγκάδα του Μακρυνόρου. Απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του Στρατηγού Μακρυγιάννη. Αφιερωμένη σε όλες τις Ηρωίδες και όλους τους Ήρωες του ΄21, που πρόσφεραν την ζωή τους και την περιουσία τους για την Λευτεριά! Αφιερωμένη στους φίλους μας, που δεν είναι πια κοντά μας!