ΔΥΟ ΜΕΓΑΛΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΡΙΩΤΕΣ - Ο ΓEΡΟΝΤΑΣ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ κ' Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ ΕΙΠΑΝ:


ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ: "NA ΚΟΙΤΑΤΕ ΝΑ ΜΑΘΑΙΝΕΤΕ ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΤΙΜΙΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ ΚΑΙ ΑΥΤΟΥΣ ΝΑ ΨΗΦΙΖΕΤΕ."

ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ:
"ΟΤΑΝ ΜΟΥ ΠΕΙΡΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΜΟΥ, ΘΑ ΜΙΛΗΣΩ, ΘΑ' ΝΕΡΓΗΣΩ ΚΙ ΟΤΙ ΘΕΛΟΥΝ ΑΣ ΜΟΥ ΚΑΜΟΥΝ"

ΑΥΤΑ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΑΝ ΕΙΠΩΘΟΥΝ ΣΗΜΕΡΑ ΣΕ ΧΛΕΥΑΖΟΥΝ ΚΑΙ ΣΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΖΟΥΝ ΩΣ "ΑΚΡΑΙΟ"

Ο ΝΙΤΣΕ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ

"Δεν υπάρχει λαός εις τον κόσμο ο οποίος να έχει προσφέρει τόσα εις την ανθρωπότητα όσα ο ελληνικός και έχη καταπολεμηθεί τόσο πολύ απο τόσο πολλούς λαούς, οι οποιοι δεν προσέφεραν τίποτα εις αυτήν"
F. Nizsche

5/4/09

Έλληνες ήρωες - Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (Ο Γέροςτου Μωριά)

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ
(Ο ΓΕΡΟΣ ΤΟΥ ΜΩΡΙΑ)


Στις 3 Απριλίου του 1770 στο Ραμαβούνι της Μεσσηνίας γεννήθηκε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, μια από τις μεγαλύτερες μορφές του 1821, γνωστός και ως ο Γέρος του Μοριά. Το «Λιοντάρι του Μοριά» υπήρξε θρυλική μορφή που έδρασε κατά τον εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα.
Διακρίθηκε για την στρατηγική του σκέψη, το θάρρος του, την αγαθή του καρδιά και τον έντιμο χαρακτήρα του. Πίστευε στον Θεό κι έλεγε:

“Έλληνες, ο Θεός υπέγραψε για την ελευθερία της πατρίδος και δεν την παίρνει πίσω την υπογραφή του".

και στον λόγο στην Πνύκα είπε ότι:

"Πολεμάτε πρώτα Υπέρ Πίστεως και έπειτα Υπέρ Πατρίδος".

Κατά τα Ορλωφικά, η γυναίκα του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, είχε βρει καταφύγιο στα βουνά.
Εκεί, στις 3 Απριλίου του 1770 γέννησε τον Θεόδωρο εις ένα βουνό, εις ένα δέντρο αποκάτω, εις την πάλαιαν Μεσσηνίαν, ονομαζόμενον Ραμαβούνι. Έμεινε ορφανός σε ηλικία 10 ετών το 1780.

Τo 1780, οι Τούρκοι με επικεφαλής τον Καπετάμπεη, πολιόρκησαν τους πύργους της Καστάνιας (ή Καστάνιτσας) της Μάνης, όπου βρίσκονταν οι Κολοκοτρωναίοι και ο Κλέφτης Παναγιώταρος, στα πλαίσια επιχειρήσεων εκκαθάρισης εστιών αντίστασης. Μετά από καιρό πολιορκίας και με τα εφόδια να τελειώνουν επιχείρησαν έξοδο. Ο Κωνσταντής σκοτώθηκε όπως και δυο αδέρφια του και πολλά από τα παλικάρια τους.
Η μητέρα του Κολοκοτρώνη κατάφερε να ξεφύγει και να σώσει δύο από τα έξι παιδιά της, και πήγε στη Μάνη.

Το 1785 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έγινε αρματωλός και το 1790 παντρεύτηκε την Αικατερίνη Καρούσου, κόρη του προεστού του Λεονταρίου. Έγινε Κλέφτης στην Πελοπόννησο, όπου ξεχώρισε για την ανδρεία του κι έγινε πρωτοπαλίκαρο του Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη.

Τις πρώτες μεγάλες μάχες του τις έδωσε 1792 με τον Ζαχαρία και τον Ανδρούτσο, πατέρα του Οδυσσέα, βοηθώντας τον να περάσει στη Στερεά Ελλάδα.
Ήδη από τις μάχες αυτές ξεχώρισε λόγω των στρατιωτικών του ικανοτήτων. Μετά την κατάληψη των Επτανήσων από τον Ναπολέοντα το 1797 εντάθηκε η απελευθερωτική κίνηση και αυτός βρισκόταν στις πρώτες γραμμές.
Οι Κλέφτες είχαν δυναμώσει πολύ και οι Τούρκοι έβαλαν στόχο να τους εξοντώσουν. Για να το καταφέρουν έδωσαν πολλά χρήματα στους Κοτζαμπάσηδες και τους έπεισαν να τους βοηθήσουν.

Το 1802, ο βοεβόδας της Πάτρας έστειλε φιρμάνι στους Κοτζαμπάσηδες να σκοτώσουν τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Νικόλαο Πετιμεζά.
Ο Ζαΐμης είχε σχεδόν στα χέρια του τον Πετιμεζά και ο Δεληγιάννης έβαλε δυο προεστούς να ορκιστούν ότι θα σκοτώσουν τον Κολοκοτρώνη και προσπαθούσε επί μήνες να πετύχει τον σκοπό του.

Τον Σεπτέμβριο του 1803 ο Δεληγιάννης καταγγέλλει τον Κολοκοτρώνη ως Αρματωλό και
συνεννοείται με τους Λαλαίους.

Τον Μάρτη του 1804, 400 Τούρκοι αποκλείουν τους Κολοκοτρωναίους σε ένα χωριό και προσπαθούν να τους σκοτώσουν, γίνεται μάχη για δυο μέρες και το βράδυ έκαναν έξοδο και διέφυγαν. Οι Κολοκοτρωναίοι είχαν φτάσει κυνηγημένοι στην Τσακωνία και ζήτησαν από τους κοτζαμπάσηδες λίγα τρόφιμα, για να πάρουν την απάντηση: για τα τομάρια σας έχουμε μοναχά βόλια. Τότε οι Κολοκοτρωναίοι επιτέθηκαν και κατέκαψαν τα σπίτια των κοτζαμπάσηδων και όσων τους χτυπούσαν με τουφέκια. Οι προεστοί που επέζησαν ζήτησαν βοήθεια από τον διοικητή της Τριπολιτσάς κι αυτός έφτιαξε ένα ισχυρό εκστρατευτικό σώμα.

Ο Γέρος του Μοριά ξέφυγε από τον κλοιό των Τούρκων στην Ξεροκερπινήτο και κατέφυγε στη Ζάκυνθο το 1805 για να επιστρέψει στην Πελοπόννησο το 1806.
Στη Ζάκυνθο ο Κολοκοτρώνης μαζί με πολλούς Σουλιώτες, Ρουμελιώτες και Πελοποννήσιους στέλνουν αναφορά στον Αλέξανδρο, Αυτοκράτορα της Ρωσίας και του ζητούν να βοηθήσει να ελευθερωθεί η Ελλάδα.

Στα ρωσοκρατούμενα Επτάνησα οι Ρώσοι τους πρότειναν να ενταχθούν στο ρωσικό στρατό και να πολεμήσουν τους Γάλλους στην Ιταλία.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης δεν το δέχτηκε:

"Τι έχω να κάμω με τον Ναπολέοντα; Αν θέλετε στρατιώτας δια να ελευθερώσωμεν την πατρίδα μας σε υπόσχομαι και πέντε και δέκα χιλιάδες στρατιώτας. Μια φορά εβαπτισθήκαμεν με το λάδι, βαπτιζόμεθα και μίαν με το αίμα και άλλην μίαν δια την ελευθερίαν της πατρίδος μας".

Τότε κάποιοι Έλληνες πήγαν να πολεμήσουν στην Νάπολη.

Επέστρεψε όμως στη Μάνη, όπου αντιμετώπισε το άσβεστο μίσος των προεστών και των Τούρκων που στέλνουν αναφορές στον Σουλτάνο κι αυτός αναγκάζει τον Οικουμενικό Πατριάρχη να αφορίσει τους Επαναστάτες. Ο Σουλτάνος έβγαλε φιρμάνι να σκοτωθούν όλοι οι κλέφτες και εντάθηκαν οι διωγμοί εναντίον τους με πρωτοστάτες τους προεστούς.
Ο Πετιμεζάς, ο Ζαχαριάς και ο Γιαννιάς είχαν σκοτωθεί νωρίτερα και ο Κολοκοτρώνης έμεινε με 150 παλικάρια, κυνηγημένος από Τούρκους κι Έλληνες.
Οι Κολοκοτρωναίοι τα πληροφορήθηκαν και βρέθηκαν σε αδιέξοδο.
Πολλοί έλεγαν να καταφύγουν στη Ζάκυνθο. Όσοι από τους 150 δεν είχαν σκοτωθεί, χωριστήκαν σε ομάδες για να σωθούν λέγοντας ο ένας στον άλλο:

"Kαλή αντάμωση στον άλλο κόσμο".

Ο Κολοκοτρώνης ήταν με 19 συγγενείς του και κάποιον καπετάν Γιώργο. Σε δυο εβδομάδες πέθαναν όλοι όσοι δεν ήταν μαζί με τον Κολοκοτρώνη.

Kατα το 1806 είκοσι οκτώ μέλη της οικογένειάς του εξοντώθηκαν από προδοσία της μονής
Αιμυαλών, όπου είχαν βρει καταφύγιο, ενώ άλλοι 40 είχαν πεθάνει νωρίτερα.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κατάφερε να διαφύγει και να σωθεί επειδή έτυχε να μην βρίσκεται στη μονή. Έτσι κατέφυγε στη Ζάκυνθο το 1807 παρά τις προδοσίες των Ελλήνων και το κυνήγι των Τούρκων, όπου γνωρίστηκε με τον Καποδίστρια, τον Μπότσαρη και άλλους που είχαν καταφύγει και αυτοί στα Επτάνησα λόγω της καταδίωξής τους από τον Αλή Πασά.

Ανέπτυξε δράση και συγκρότησε τον πρώτο ελληνικό στόλο αποτελούμενο από 70 πλοία.
Ο στόλος αυτός έδρασε από το 1807 έως το 1808, οπότε σταμάτησε έπειτα από επέμβαση του
Πατριαρχείου.

Στη συνέχεια, ο Κολοκοτρώνης συνεργάστηκε με τον Αλή Φαρμάκη κάνοντας σχέδια για την απελευθέρωση της Πελοποννήσου.

Το 1810 κατατάχτηκε σε σώμα Ελλήνων εθελοντών του Αγγλικού στρατού ω και υπηρέτησε έως το 1816. Παράλληλα μελέτησε την ιστορία της Ελλάδας.

Διακρίθηκε για τη δράση του ενάντια στους Γάλλους και πήρε τον βαθμό του Ταγματάρχη.



Από εκεί προέρχεται και η επίσημη στολή με την χαρακτηριστική κόκκινη περικεφαλαία με τον λευκό σταυρό.


Το 1816 αποτάχθηκε και για επιβιώσει έγινε ζωέμπορος.

Το 1818 έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας και στη συνέχεια μύησε και άλλους αγωνιστές.
Τον Ιανουάριο του 1821 έφυγε από την Ζάκυνθο για την Πελοπόννησο μεταμφιεσμένος σε
καλόγερο, και ξεκίνησε τις προετοιμασίες για την Ελληνική Επανάσταση στην Πελοπόννησο.
Ανέλαβε στρατιωτική δράση και πραγματοποίησε τις πρώτες του στρατιωτικές νίκες μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη.

Κατέλαβε την Καλαμάτα το Μάρτιο του 1821 και συνεργάστηκε στενά με τον Παπαφλέσσα.
Ο Γέρος του Μοριά, από την αρχή πρότεινε την πολιορκία της Τριπολιτσάς, του διοικητικού και στρατιωτικού κέντρου των Τούρκων στην Πελοπόννησο.

Τον Απρίλιο και τον Μάιο έγινε η μάχη στο Βαλτέτσι και ηκατάληψη του Βαλτετσίου στις 12-13 Μαρτίου.
Στα μέσα του μήνα ο Κολοκοτρώνης έστησε στρατόπεδο στο Βαλτέτσι συγκεντρώνοντας τους
περισσότερους επαναστάτες της Πελοποννήσου.

Ο Μουσταφά Μπέης, επικεφαλής 4000 Τούρκων, επιχείρησε στις 24 Απριλίου αιφνιδιαστικό
χτύπημα, κατέλαβε το χωριό και διέλυσε εν μέρει το στρατόπεδο. Κι ενώ ο Κυριάκος Μαυρομιχάλης αντιμετώπιζε με δυσκολία τους Τούρκους, κατέφτασε το σώμα του Πλαπούτα και χτύπησε τα τουρκικά μετόπισθεν τρέποντάς τους σε φυγή, με τον Κολοκοτρώνη να τους απωθεί προς την Τριπολιτσά.
Το ελληνικό στρατόπεδο ανασυγκροτήθηκε κι έφτασαν ενισχύσεις από διάφορες περιοχές, αλλά το ηθικό είχε πέσει πολύ.

Στις 13 Μαΐου οι Τούρκοι επιχείρησαν έξοδο από την Τριπολιτσά προς το Βαλτέτσι. Επί 23 ώρες μαινόταν η μάχη που έληξε με νίκη των Ελλήνων.

Στις 23 Σεπτεμβρίου έπεσε η Τριπολιτσά. Η πρώτη ελληνική κυβέρνηση τον ανακήρυξε Αρχιστράτηγο όλων των δυνάμεων της Πελοποννήσου.

Ο Κολοκοτρώνης πρότεινε να τεθεί ως επόμενος στόχος η Πάτρα, όμως ο Παλαιών Πατρών
Γερμανός, ο Ανδρέας Ζαΐμης και οι υπόλοιποι πρόκριτοι της Αχαΐας, δημιούργησαν εμπόδια
επειδή δεν ήθελαν να μεγαλώσει το πολιτικό έρεισμα του Γέρου του Μοριά.
Το πολεμικό συμβούλιο του επέτρεψε να πολιορκήσει την Πάτρα αλλά δεν του έδωσαν καμία
βοήθεια. Ο Κολοκοτρώνης μόνος του με τα παλικάρια του δεν μπορούσε να καταφέρει πολλά και τον Ιούνιο του 1822 εγκατέλειψε την πολιορκία και η Πάτρα έμεινε υπόδουλη μέχρι το 1828, οπότε απελευθερώθηκε από τον στρατηγό Μαιζόν, επικεφαλής γαλλικού σώματος.
Μετά από ένα μήνα ο Κολοκοτρώνης χτυπάει τον Δράμαλη στα Δερβενάκια και κατάφερε την πιο σημαντική νίκη της Επανάστασης.

Το 1823-1825 ξέσπασαν οι εμφύλιες διενέξεις μεταξύ των πολιτικών - προεστών από τη μια πλευρά και των οπλαρχηγών από την άλλη.

Το 1824 η αντιπαλότητα των παρατάξεων κατέληξε σε εμφύλιο. Στις 13 Νοεμβρίου, οι πολιτικοί αντίπαλοι του Κολοκοτρώνη σκότωσαν τον γιο του Πάνο, ο οποίος ήταν παντρεμένος με την κόρη της Μπουμπουλίνας, Ελένη.
Ο Γέρος του Μοριά παραδίνεται για να τερματιστεί ο εμφύλιος και περιορίζεται και φυλακίζεται στην Ύδρα στη μονή του Προφήτη Ηλία.
Αναγκάστηκαν όμως να τον απελευθερώσουν το 1825, μετά από πρόταση του Παπαφλέσσα
προς την κυβέρνηση Κουντουριώτη, επειδή ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ που είχε κατέβει στο Μοριά, καταφέρνοντας έτσι να κρατήσει την Επανάσταση ζωντανή.

Όμως τα πράγματα είχαν πάρει άσχημη τροπή και ο Γέρος παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του δεν τα κατάφερε. Τελικά ο Ιμπραήμ, που προετοίμαζε απόβαση στις Σπέτσες και στην Ύδρα, νικήθηκε στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου από τις Μεγάλες Δυνάμεις.

Μετά την απελευθέρωση ήταν στο πλευρό του Καποδίστρια, αργότερα όμως, κατά την Αντιβασιλεία, αποκλείστηκε από τον τακτικό στρατό που συγκροτήθηκε και έμεινε άνεργος, όπως και τόσοι άλλοι οπλαρχηγοί που πολέμησαν και πρόσφεραν στον Αγώνα.

Ο Καποδίστριας συνεργάστηκε στενά με τον Κολοκοτρώνη, που είχε αναγνωρίσει από νωρίς την αξία του Γέρου του Μοριά. Για άλλη μια φορά η διεκδίκηση εξουσίας και η αντιπαλότητα στις διάφορες παρατάξεις των Ελλήνων είχε κακό τέλος.
Την δολοφονία του Καποδίστρια. Ο Κολοκοτρώνης την σχολίασε με το παρακάτω μύθο:

"Τα γαϊδούρια πήραν την απόφαση να σκοτώσουν το σαμαρά, για ν' απαλλαγούν απ' τα σαμάρια κι απ' το φορτίο, που τους έβαζαν οι άνθρωποι. 'Ετσι κι έγινε. Αμέσως όμως κατόπιν πήραν την πρωτοβουλία τα καλφάδια (οι μαθητευόμενοι) του σαμαρά, μα δεν ήξεραν να κάμουν καλή τη δουλειά, γιατί έχασαν το μάστορά τους. Έτσι τα κακοφτιαγμένα σαμάρια άρχισαν να χτυπάνε και να πληγώνουν τα δυστυχισμένα γαϊδούρια, που δεν άργησαν να καταλάβουν ότι με την ανόητη πράξη τους έπεσαν από το κακό στο χειρότερο".

Αργότερα, επί Αντιβασιλείας του Όθωνα κατηγορήθηκε "για εσχάτη προδωσία και ανατρεπτικές τάσεις" .
Ο τότε πρωθυπουργός, Χαρίλαος Τρικούπης, παραιτήθηκε σε ένδειξη διαμαρτυρίας, όπως και οι Πραίδης και Ψύλλας.
Στη θέση του πρωθυπουργού διορίστηκε ο Μαυροκορδάτος, ο οποίος δεν ήταν φιλικά κείμενος
προς τον Κολοκοτρώνη, και με την κατηγορία ότι ο Κολοκοτρώνης προετοίμαζε ανατροπή του
ανήλικου Βασιλιά, συνελήφθη και φυλακίστηκε στην Ακροναυπλία (στο Ίτς Καλέ) μαζί με το πρωτοπαλίκαρό του τον Πλαπούτα (7 Σεπτεμβρίου 1833) για πέντε μήνες.

Στις 3 Απριλίου 1834 άρχισε η δίκη με τον Άγγλο εισαγγελέα Μασόν. Απέναντι στις κατηγορίες που του προσάπτουν, ο Κολοκοτρώνης θα απαντήσει:

«Εγώ κρατώ στο σολντάτο 49 χρόνια και πολεμώ για την πατρίδα».

Σε μια στημένη δίκη καταδικάστηκαν τελικά σε θάνατο στις 26 Μαρτίου, μα γλύτωσαν χάρη στη γενναία στάση δύο θαρραλέων δικαστών, του προέδρου του δικαστηρίου Αναστάσιου Πολυζωίδη και του δικαστή Γεώργιου Τερτσέτη, που αρνήθηκαν να υπογράψουν την καταδικαστική απόφαση.
Η λαϊκή αγανάκτηση εμπόδισε την εκτέλεση τους, η ποινή μετατράπηκε σε ισόβια και παρέμειναν στη φυλακή, στο Παλαμήδι, έως την ενηλικίωση του Βασιλέα Όθωνα, ο οποίος τους έδωσε χάρη και τους αποφυλάκισε στις 27 Μαΐου 1835.

Ο Όθωνας απένειμε τιμές και αξιώματα στο «Γέρο του Μοριά».



Από το 1835 ο Κολοκοτρώνης εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου και πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου το 1843, μετά το γλέντι για το γάμο του μικρού του γιου.
Θάφτηκε στο Α΄ νεκροταφείο και τα οστά του μεταφέρθηκαν στην Τριπολιτσά όπου τοποθετήθηκαν σε κρύπτη στο μνημείο των προκρίτων στην πλατεία του Άρεως.

Ο Κολοκοτρώνης είχε συνειδητοποιήσει ότι οι Έλληνες έπρεπε να βασίζονται στις δικές τους
δυνάμεις κι έλεγε χαρακτηριστικά:

"ότι κάμομε θα το κάμομε μοναχοί και δεν έχομε ελπίδα από τους ξένους".

Παρακινούμενος από τον Τερτσέτη ο Κολοκοτρώνης του υπαγόρευσε τα απομνημονεύματά του και καταγράφηκαν με τον τίτλο:

«Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής Φυλής - από το 1770 έως το 1836».

Έργο σημαντικό, περιεκτικό και αυθεντικό, αποτελεί σημαντική πηγή για την ιστορία του
Αγώνα.


Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
1) Βουρνά Τάσου, «Αρματωλοί και κλέφτες».
2) Βλαχογιάννη Γιάννη, «Κλέφτες του Μοριά».
3) Θεοφανίδου Ιωάννου, «Ιστορικόν Αρχείον. Απρίλιος 1934».
4) Κανδηλώρου Τάκη, «Η δίκη του Κολοκοτρώνη και η Ελληνική επανάστασις».
5) Κοκκίνου Διονυσίου, «Η Ελληνική επανάστασις».
6) Λαμπρινίδου Μιχαήλ, «Η Ναυπλία».
7) Mακρυγιάννη Γιάννη, «Aπομνημονεύματα».
8) Παπαρρηγοπούλου Κων., «Ιστορία του Ελληνικού έθνους».
9) Στασινοπούλου Χρήστου, «Ο αληθινός Κολοκοτρώνης».
10) Τερτσέτη Γεωργίου, «Κολοκοτρώνη απομνημονεύματα».
11) Τρικούπη Σπυρίδωνος, «Ιστορία της Ελληνικής επαναστάσεως».
12) Τσουκαλά Γ. (Βιβλιοθήκη), «Απομνημονεύματα αγωνιστών του ’21».
13) Φωτάκου Χρυσανθοπούλου, «Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής επαναστάσεως».

Η ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΠΡΑΓΜΑ…






O λόγος του Κολοκοτρώνη στην Πνύκα


"Παιδιά μου!

Εις τον τόπο τούτο, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί, και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη των. Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλη δόξα των προπατόρων μας, και έρχομαι να σας ειπώ, όσα εις τον καιρό του αγώνος και προ αυτού και ύστερα απ' αυτόν ο ίδιος επαρατήρησα, και απ' αυτά να κάμωμε συμπερασμούς και δια την μέλλουσαν ευτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα. Και δια τους παλαιούς Έλληνας...
οποίας γνώσεις είχαν και ποία δόξα και τιμήν έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους ήρωας, στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, δια ταύτα σας λέγουν καθ' ημέραν οι διδάσκαλοί σας και οι πεπαιδευμένοι μας. Εγώ δεν είμαι αρκετός. Σας λέγω μόνον πως ήταν σοφοί, και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των.

Εις τον τόπον, τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλαιοί Έλληνες, από τους οποίους και ημείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο. Αυτοί διέφεραν από ημάς εις την θρησκείαν, διότι επροσκυνούσαν τες πέτρες και τα ξύλα. Αφού ύστερα ήλθε στον κόσμο ο Χριστός, οι λαοί όλοι επίστευσαν εις το Ευαγγέλιό του, και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα. Δεν επήρε μαζί του ούτε σοφούς ούτε προκομμένους, αλλ' απλούς ανθρώπους, χωρικούς καί ψαράδες, και με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος έμαθαν όλες τες γλώσσες του κόσμου, οι οποίοι, μολονότι όπου και αν έβρισκαν εναντιότητες και οι βασιλείς και οι τύραννοι τους κατέτρεχαν, δεν ημπόρεσε κανένας να τους κάμη τίποτα. Αυτοί εστερέωσαν την πίστιν.

Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι καί τους υπόταξαν. Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν, δια να αλλάξη ο λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ' εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος το σταυρό του έκαμε. Σαν είδε τούτο ο σουλτάνος, διόρισε ένα βιτσερέ [αντιβασιλέα], έναν πατριάρχη, καί του έδωσε την εξουσία της εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τους έλεγε ο σουλτάνος. Ύστερον έγιναν οι κοτζαμπάσηδες [προεστοί] εις όλα τα μέρη. Η τρίτη τάξη, οι έμποροι και οι προκομμένοι, το καλύτερο μέρος των πολιτών, μην υποφέρνοντες τον ζυγό έφευγαν, και οι γραμματισμένοι επήραν και έφευγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των, και έτσι ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε κάθε ήμερα χειρότερα" διότι, αν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγην μάθηση, τον ελάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, ή εσύρετο από τον έμπορο της Ευρώπης ως βοηθός του ή εγίνετο γραμματικός του προεστού. Και μερικοί μην υποφέροντες την τυραννίαν του Τούρκου και βλέποντας τες δόξες και τες ηδονές οπού ανελάμβαναν αυτοί, άφηναν την πίστη τους και εγίνοντο Μουσουλμάνοι. Καί τοιουτοτρόπως κάθε ήμερα ο λαός ελίγνευε καί επτώχαινε.

Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία, και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινε και επροόδευσεν η Εταιρεία.

Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.

Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιαν άρμάδα ...;

Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοι σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ' ολίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας,καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθή η νύκτα και η αυριανή ήμερα.
Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε" και, δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία.

Τελειώνω το λόγο μου. Ζήτω ο Βασιλεύς μας Όθων! Ζήτω οι σοφοί διδάσκαλοι! Ζήτω η Ελληνική Νεολαία!"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

(ΕΛΛΗΝΑ ΘΥΜΗΣΟΥ ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ - ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΣ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΟΥ).


(ΕΛΛΗΝΑ ΑΓΩΝΙΣΟΥ - ΕΧΕΙΣ ΒΑΡΥΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΧΡΕΟΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΟΥ - ΜΗΝ ΑΦΗΝΕΙΣ ΝΑ ΣΟΥ ΞΕΠΟΥΛΗΣΟΥΝ ΤΙΣ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΕΣ ΠΟΥ ΜΕ ΤΟΣΟ ΑΙΜΑ ΣΟΥ ΔΩΡΗΣΑΝ ΟΙ ΠΡΟΓΟΝΟΙ ΣΟΥ)

ΘΥΜΙΣΟΥ

"ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΠΟΛΕΜΟΥΝ ΣΑΝ ΕΛΛΗΝΕΣ"
- "ΟΧΙ" - "ΑΕΡΑ" - "Η ΤΑΝ Η ΕΠΙ ΤΑΣ" - "MΩΛΟΝ ΛΑΒΕ"


Περιγραφή: Πατρίς, να μακαρίζης όλους τους Έλληνες, ότι θυσιάστηκαν δια σένα να σ΄ αναστήσουνε, να ξαναειπωθής άλλη μίαν φορά ελεύτερη πατρίδα, οπού ήσουνε χαμένη και σβυσμένη από τον κατάλογον των εθνών. Όλους αυτούς να τους μακαρίζης. Όμως να θυμάσαι και να λαμπρύνεις εκείνους οπού πρωτοθυσιάστηκαν εις την Αλαμάνα, πολεμώντας με τόση δύναμη Τούρκων, κ΄ εκείνους οπού αποφασίστηκαν και κλείστηκαν σε μίαν μαντρούλα με πλίθες, αδύνατη, εις το χάνι της Γραβιάς, κ΄ εκείνους οπού λιώσανε τόση Τουρκιά και πασσάδες εις τα Βασιλικά, και εκείνους οπού αγωνίστηκαν σαν λιοντάρια εις την Λαγκάδα του Μακρυνόρου. Απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του Στρατηγού Μακρυγιάννη. Αφιερωμένη σε όλες τις Ηρωίδες και όλους τους Ήρωες του ΄21, που πρόσφεραν την ζωή τους και την περιουσία τους για την Λευτεριά! Αφιερωμένη στους φίλους μας, που δεν είναι πια κοντά μας!